- χειρόμυλον
- χειρό-μῠλον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρόμυλον — τὸ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χειρομύλιον — τὸ, Α [χειρόμυλον] μικρός χειρόμυλος … Dictionary of Greek