χειρόμυλον

χειρόμυλον
χειρό-μῠλον, τό,
A = χειρομύλη, Cass.Fel.40, Gloss.; also [suff] χειρό-μῠλος, , ib., Edict.Diocl.15.55.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρόμυλον — τὸ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • χειρομύλιον — τὸ, Α [χειρόμυλον] μικρός χειρόμυλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”